- προπή
- ἡ, Α1. καλλωπισμός2. ευπρέπεια, ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πρέπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπῇ — προπή decus fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)